λαοσεβης

λαοσεβης
    λαοσεβής
    λᾱο-σεβής
    2
    почитаемый народом
    

(ἥρως Pind.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "λαοσεβης" в других словарях:

  • λαοσεβής — λαοσεβής, ές (Α) αυτός ο οποίος λατρεύεται από τον λαό ή τον οποίο σέβεται ο λαός («ἥρως δ ἔπειτα λαοσεβής», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + σεβής (< σέβας < σέβομαι), πρβλ. ευ σεβής, θεο σεβής] …   Dictionary of Greek

  • λαοσεβής — λᾱοσεβής , λαοσεβής worshipped by the people masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαο- — (AM λαο ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον λαό (λαοκρατία, λαόδικος) ή προς ωφέλεια τού λαού (λαοπόρος) ή αναφέρεται γενικότερα στον λαό (λαογράφος, λαοπλάνος,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»